- παιδεύτρια
- η (Μ παιδεύτρια)βλ. παιδευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδευτής — το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) [παιδεύω] 1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί) 2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
φιλοπαιδεύτρια — ἡ, Α αυτή που τής αρέσει να διδάσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παιδεύτρια, θηλ. τού παιδευτής «παιδαγωγός, εκπαιδευτής» (< παιδεύω)] … Dictionary of Greek